User:Cplakidas/Sandbox/Melas

From Wikipedia, the free encyclopedia
Pavlos Melas
Παῦλος Μελᾶς
Pavlos Melas in uniform.
Nickname(s)Mikis Zezas
Μίκης Ζέζας
Born29 March 1870
Marseilles, France
Died13 October 1904 (aged 34)
Statitsa, Ottoman Empire (now Melas, Greece)
Buried
Allegiance Kingdom of Greece
Service/branch Hellenic Army
Years of service1891–1904
RankSecond lieutenant
Battles/wars
Alma materHellenic Army Academy
RelationsMichail Melas (father)
Vasileios Melas (brother)
Anna Mela-Papadopoulou (sister)
Natalia Mela (granddaughter)
Ion Dragoumis (brother-in-law)
Other workMember of the Ethniki Etaireia
Member of the HMC

Ο Παύλος Μελάς (Μασσαλία, 29 Μαρτίου 1870 – Στάτιτσα (σημ. Μελάς), 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, αξιωματικός πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού και μακεδονομάχος.

Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήταν γιος του μεγαλέμπορου Μιχαήλ Μελά, που του εμφύσησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ήταν ένας από τους αξιωματικούς που το 1894, λίγο καιρό αφότου επέδραμαν στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις, συνέστησαν την Εθνική Εταιρεία, μια αλυτρωτική οργάνωση, της οποίας ήταν δραστήριο μέλος. Ως μέλος της Εθνικής Εταιρείας συμμετείχε στη διοργάνωση της εισβολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλήνων ατάκτων που προκάλεσε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος έληξε με συντριπτική ήττα της Ελλάδας και βύθισε τον Μιχαήλ Μελά σε θανάσιμη θλίψη.

Μετά την αυτοδιάλυση της Εθνικής Εταιρείας το 1900 αναμίχθηκε στις μακεδονικές υποθέσεις, πεδίο ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού, που απασχολούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας Δραγούμη. Σε συνεργασία με τον γυναικάδελφό του Ίωνα Δραγούμη στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα, ενισχύοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις με όπλα και άνδρες. Τον Μάρτιο του 1904, εν μέσω όξυνσης της εθνοθρησκευτικής διαμάχης στον απόηχο της εξέγερσης του Ίλιντεν, ήταν ένας από τέσσερεις Έλληνες αξιωματικούς που στάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στη δυτική Μακεδονία για να πραγματοποιήσουν μια αναγνωριστική περιοδεία, η οποία κατέληξε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα αναφορικά με τη σκοπιμότητα αποστολής ένοπλων σωμάτων από την Ελλάδα. Τον Ιούλιο επισκέφθηκε ιδιωτικά την Κοζάνη και τη Σιάτιστα και αποφάσισε να αναλάβει αντάρτικη δράση στην περιοχή. Τον Αύγουστο ορίστηκε από το νεοϊδρυθέν Μακεδονικό Κομιτάτο αρχηγός των ελληνικών ομάδων στην περιοχή Καστοριάς και Μοναστηρίου και εισήλθε για τρίτη φορά στην οθωμανοκρατούμενη τότε περιοχή της Μακεδονίας, αυτή τη φορά επικεφαλής ένοπλου σώματος με το επιχειρησιακό ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας». Με τους άνδρες του περιόδευσε σε ετερόγλωσσα χωριά της περιοχής καταδιώκοντας κομιτατζήδες της βουλγαρομακεδονικής ΕΜΕΟ, πειθαναγκάζοντας εξαρχικούς σλαβόφωνους να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο και οργανώνοντας με πόρους του Κομιτάτου ένα δίκτυο υποστηρικτικό της δράσης των ελληνικών σωμάτων. Ενώ βρισκόταν στο σλαβόφωνο χωριό Στάτιτσα ή Στάτιστα της Καστοριάς, επιδιώκοντας να συναντηθεί με την ανταρτοομάδα των Καούδη και Κύρου, το σώμα του δέχτηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του οθωμανικού στρατού, που παραπλανημένο από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο νόμιζε ότι επιτίθεται σε ομάδα της ΕΜΕΟ· ο Μελάς τραυματίστηκε από έναν πυροβολισμό και πέθανε υπό ομιχλώδεις συνθήκες. Μετά από περιπετειώδη πορεία η αποτμηθείσα κεφαλή του ενταφιάστηκε τελικά μαζί με το σώμα του στην Καστοριά, ενώ οι ακριβείς περιστάσεις του θανάτου του συσκοτίστηκαν.

Αν και η αντάρτικη δράση του Μελά στη Μακεδονία δεν είχε σημαντικά άμεσα αποτελέσματα, ο θάνατός του γνωστού μεγαλοαστού αξιωματικού ως άτακτου «κλέφτη»-ελευθερωτή συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και έστρεψε την προσοχή της στον Μακεδονικό Αγώνα, ως το θρυλικό σύμβολο του οποίου και καθιερώθηκε. Η μορφή του συνδέθηκε με την εθνικοφροσύνη των μέσων του 20ού αιώνα και αναπλάστηκε σε πεζογραφήματα κυρίως των οικείων του και στον κινηματογράφο. Στην Ελλάδα τιμάται ως ήρωας, συνδεδεμένος με την ελληνικότητα της Μακεδονίας, και το όνομά του έχει δοθεί στο χωριό της Καστοριάς όπου σκοτώθηκε και σε ένα δήμο στη Θεσσαλονίκη.

Early life and family[edit]

Pavlos Melas was born in Marseilles in southern France, on 29 March 1870,[1] as one of seven children of Eleni Voutsina, a daughter of a wealthy merchant hailing from Kefallonia, and the Epirote merchant Michail Melas.[2][3] The Melas family [el] was an important merchant family hailing from Pogdoriani (modern Parakalamos [el][4]), where ruins of a tower house belonging to the family survive.[5]

The Melas family settled in Athens, capital of the Kingdom of Greece, in 1874. The family house, on the central Panepistimiou Street, now houses the Athens Club [el].[6] Following the example of other wealthy entrepreneurs of the Greek diaspora, Michail Melas himself moved to Athens in 1876, and made it the seat of his enterprises.[7] He too espoused the irredentist Megali Idea concept,[3] which aimed to expand the small Greek kingdom to cover all regions where Greeks lived.[8] After moving to Athens he developed significant charitable and nationalist activity;[7] in 1878 he was treasurer of the Ethniki Amyna (lit.'National Defence'), an organization promoting irredentism in Epirus and Thessaly, as well as Crete. The elder Melas also entered politics: in 1890 he was elected a member of the Hellenic Parliament, and in the year after he became Mayor of Athens.[9]

Black-and-white photo of a uniformed man standing, a woman in crinoline dress seated with a boy in naval costume and a girl standing on either side
Pavlos Melas in uniform with his wife, Natalia [el], and their children, Mikis [el] and Zoi

In this spirit, Pavlos was named after a forebear who had been killed at the Fall of Missolonghi during the Greek War of Independence,[10] while as a boy he was imbued with his father's ideals, and often imagined himself becoming a guerrilla; at one time he accidentally discovered in their home guns that were to be clandestinely shipped to Cretan insurgents.[3] At the time, scions of Greek bourgeois families usually followed either legal or military careers, and Pavlos chose the latter.[10] He began his five-year education at the Hellenic Army Academy in September 1886, graduating as an artillery second lieutenant in 1891.[3]

In the same year Melas met Natalia Dragoumi [el],[11] daughter of Stefanos Dragoumis, a politician and former Foreign Minister of Greece hailing from Vogatsiko in western Macedonia.[9] Melas and Dragoumi married in October 1892,[11] and had two children: a son, Michail [el] (usually known as "Mikis"), in 1894, and a daughter, Zoi, in 1898.[12][13] The couple was complementary: Melas was an intensely affectionate father, not hesitating to display a childlike behaviour even in front of strangers, and appreciated his wife's level-headed advice, while Natalia was attracted to this more child-like character and supported him in his decisions. Melas at times did not consider himself worthy of playing the role of her protector.[14]

In the early 1890s, Melas became a passionate amateur photographer, one of the first in Greece, capturing scenes of his family and daily life, including the first modern Olympic Games, held in Athens in 1896.[15] In 1894 the family built a summer residence in Strofyli, in the leafy northern Athenian suburb of Kifissia. In 1903, Melas resolved to move his main residence there, but did not live to carry this out.[16]

Involvement in the Ethniki Etaireia and the Greco-Turkish War of 1897[edit]

In August 1984, Melas took part, along with 85 other officers and some privates, in the destruction of the offices of the liberal Akropolis newspaper in Athens. The newspaper had previously published a front-page article excoriating the authoritarian tendencies of the officer corps and questioning its very utility, after three officers had beaten up a citizen for little cause. All officers involved in the event were court-martialled, but the warrants issued for their arrest were never carried out, and they were exonerated by the court-martial on 24 September.[17][18] In November of the same year, fourteen of these officers, on the initiative of the second lieutenant Nikostratos Kalomenopoulos, founded the Ethniki Etaireia (lit.'National Society').[19][20] Through this clandestine, conspiratorial organization, young officers sought to answer the criticism of their role in society, as well as provide an irredentist outlet for the political impasse after the Greek state bankruptcy of 1893.[21][22][23] Melas, who at that time was serving in the Military Geographical Service at Myloi,[20] joined the Ethniki Etaireia early on, with membership number 25.[20][24] Apart from being one of its founding members,[20] Melas was also one of the most active ones, especially in the establishment of new branches in the provinces, and in ensuring their uninterrupted contact with the organization's leadership in Athens.[25] Melas tasked Ioannis Metaxas, the future general and dictator, who at that time was an officer at Nafplio, to expand the organization's network in the Peloponnese.[20] From September 1895 onwards, the Ethniki Etaireia opened its ranks to include not only senior officers but also civilians; by early 1896 it numbered 3,185 members and enjoyed great influence in Greek society, increasingly acting independently of the Greek government.[26] Melas' father also became a member of the Ethniki Etaireia; in 1897 he was placed in charge of a public fundraiser for the group,[7] whose proceeds were intended for the purchase of arms.[20]

Melas (seated, far left) with irregulars of the Ethniki Etaireia at Kalambaka in 1897

Reacting to the sending of guerrillas organized by Bulgaria into Ottoman-ruled Macedonia, in July–October 1896 the Ethniki Etaireia sent volunteer irregular forces of its own into Macedonia, but withdrew them after the negative reaction of the Greek government.[23][27][28] On 31 January 1897, Melas, then serving as head of the guard at the University of Athens, was abruptly recalled to the artillery barracks.[29] The reason was that the Greek government, under Theodoros Diligiannis, had resolved to send an expeditionary force to Crete, under Colonel Timoleon Vassos. The government had been extremely reluctant to get drawn into the troubles on the island that had begun in 1895, and was aware that the Great Powers were vehemently opposed to any Greek involvement there, but finally succumbed to the pressure of public opinion and organizations like the Ethniki Etaireia, which pressed for the union of the island with Greece.[30][31] To Melas' disappointment, his unit—a field artillery battery commanded by Prince Nicholas, the third-born son of King George I—was not to be included in the expeditionary force, but on the next day the unit received orders to move to Thessaly, via ship from Piraeus to Volos and thence by rail to Larissa.[32] Melas left his unit at Larissa and returned to Volos, from where, with the tacit approval of his superiors, he organized a 55-wagon train transporting irregulars recruited by the Ethniki Etaireia to the Greco-Ottoman border.[33] Melas disobeyed an order by his superior commander, Nikolaos Zorbas, to return to Larissa, arriving there two days late, which led to him being imprisoned until 5 April.[34] The guerrillas Melas had helped transport invaded Ottoman Macedonia [el] on 28 March; the invasion failed quickly, but gave the Ottoman government the cause to declare war on Greece on 17 April [O.S. 5 April] 1897.[35]

Melas with his brothers during the Greco-Turkish War of 1897

Inspired by the feverishly nationalist climate of the time, Melas expected the war to lead to the capture of Thessaloniki,[34] while his diary reveals his enthusiasm at the outbreak of hostilities.[33] While his unit had been moved to the border, however, Melas remained at Larissa, where he learned of the collapse of the Greek front.[33] The rapid defeat and retreat of the Greek army, leading to the evacuation of Larissa, made him despair.[36][37] Unable to acknowledge the army's own inadequacies, Melas shifted blame for the on the politicians and the army leadership—though he excepted Crown Prince Constantine,[37] with whom the nationalist circles of the Ethniki Etaireia were in close contact.[18] Melas participated in the disastrous battles of Farsala [el] (23 April) and Domokos (4 May). On 7 May, his regiment camped at Alamana; mentally and physically exhausted from the defeats and lack of sleep, Melas fell ill.[33] The regimental physician gave him leave from Lamia, from where Melas with a friend went to the hospital ship Thessalia at Agia Marina [el], where his wife Natalia was serving as a nurse.[38] The couple returned to Athens for a week, after which Melas requested and achieved his return to Lamia.[39] He stayed there until June, when he received news that his father lay ill and dying. Two days after his arrival in Athens, on 17 June, Michail Melas died.[40][41] At his father's coffin, Melas gave an oath to offer his life to his fatherland.[42] In 1898 Melas returned to Thessaly, taking part in the reoccupation of the region following the withdrawal of the Ottoman forces, and later as member of a commission, established by Queen Olga, which registered the material losses and destruction left by the war.[43]

In January 1899, Melas became a member of the executive board of the Ethniki Etaireia,[25] which however self-dissolved on 1 December 1900 after the general outcry for its role in precipitating the war of 1897, and a dispute with the government over the organization's treasure. Nevertheless, following a motion proposed by Melas and Nikolaos Politis (a diplomat and later foreign minister), the executive board resolved to "continue to meet regularly and deliberate on issues of national importance, and propose relevant solutions to the government of the day".[18] [33]

Involvement in the Macedonian Question[edit]

The Dragoumis network[edit]

Linguistic and religious populations in Macedonia, in an 1899 Austrian map

Despondent over the outcome of the 1897 war, Melas threw himself into the emerging Macedonian Question.[44] In Macedonia, Greek aspirations clashed with Bulgarian irredentism, which claimed territories considered "historical Greek lands";[45] for the Greeks, these territories were an integral part of the modern Greek national identity, which had been constructed largely by reference to Ancient Greece.[46] From the establishment of the Bulgarian Exarchate in 1870 onwards, the alarmed Greek political elites considered the Macedonian Question as the most important issue of Greek foreign policy.[47][48] One of the main points of contention were the local Slavic-speaking population,[49] who inhabited mostly the countryside of the Macedonian hinterland.[50][51] The contenders for the allegiance of the local Slavs engaged in an unprecedented educational and cultural propaganda contest, aiming to control the churches and communal schools,[49] institutions critical not only for the teaching of language, but also for the establishment of a national identity.[52] In 1893, the Internal Macedonian Revolutionary Organization (IMRO) was founded by Macedono-Bulgarian revolutionaries, which officially campaigned for an autonomous Macedonia within the Ottoman Empire,[53][48][54] while at the same time preparing an armed uprising and taking steps to establish a parallel quasi-state in the Slavic-speaking countryside by means of armed guerrilla groups and terrorist strikes. By the early 1900s, IMRO had established a significant presence in the region.[55][56]

Members of the Dragoumis family photographed by Pavlos Melas in their home

The Macedonian Question had especial resonance for the Dragoumis family [el], whose members, even the women, were actively engaged in it.[57][58] The family patriarch, Stefanos Dragoumis, himself of Macedonian descent, an ardent supporter of Greek irredentist aspirations and a former foreign minister, was one of the few who pushed for active involvement with Macedonian affairs in Athens against the mood of apathy and hopelessness that prevailed after the war of 1897.[59] The Dragoumis residence in Athens was widely considered the headquarters of Macedonian affairs. It was often visited by refugees and immigrants from Macedonia, to whom Melas used to gift photographs he had taken.[60] Around the Dragoumis family, on the initiative of Melas' brother-in-law, Ion Dragoumis, an organization was established for the defence of the Greeks in Macedonia. The project was enthusiastically taken up by young officers, especially those who, like Melas, had been members of the Ethniki Etaireia.[61] Officers serving in the Military Geographical Service helped transport weapons across the border, where they were taken over by men like the Metropolitan of Kastoria, Germanos Karavangelis,[62] the most aggressive representative of a group of similarly-aged bishops, recently installed by the Ecumenical Patriarchate of Constantinople and supportive of Greek claims and aspirations. From early 1902 on, Karavangelis tried to erode IMRO support, approaching disillusioned IMRO members and forming them into armed groups. First among them was Kottas, a Slavic-speaker loyal to the Patriarchate from the village of Roulia [el] near Florina in western Macedonia.[63][64][65][66]

Ion Dragoumis in 1903

In November 1902, Ion Dragoumis was appointed vice-consul in Monastir.[67][66] From there he maintained a regular correspondence with Melas, requesting the dispatch of weapons and money, and the bribing of European newspapers.[67] In early 1903, Dragoumis founded his own organization at Monastir, named Amyna ('Defence'), to coordinate the Greek cause in western and central Macedonia.[64] In January 1903 Dragoumis wrote to Melas a letter announcing the imminent establishment, and the aims, of a society composed "of a few wealthy and good men".[18] After a request by Karavangelis, in May 1903 the circle around Dragoumis and Melas, with the assistance of second lieutenant Georgios Tsontos and funding from the French philhellene Louise Riencourt [el], sent eleven Cretan mercenaries, including Efthymios Kaoudis, to Kastoria. These armed men, legally Ottoman subjects, accompanied Karavangelis when he conducted services in villages loyal to the Bulgarian Exarchate, or attacked armed IMRO groups as well as rebel villagers after the outbreak of the Ilinden Uprising on 3 August [O.S. 20 July] 1903. In August, Karavangelis had to smuggle them with great difficulty back to Athens.[68][69][63]

For the Greek government, then led by Dimitrios Rallis, the Ilinden Uprising, revealed the extent of IMRO activity and the danger of Macedonia eventually falling under Bulgarian rule.[70][71] At the same time, however, Ion Dragoumis, increasingly frustrated by the slow pace of diplomacy and the cautious stance of the Greek foreign ministry, expressed doubts that Greece's parliamentary system could successfully pursue the irredentist national aspirations. In October he wrote to Melas to be ready to move militarily, either against the Bulgarians in Macedonia, or in a coup d'etat to be led by Timoleon Vassos, with the aim or replacing the government with one more ready to pursue an activist policy in Macedonia.[18][63][72] A few days later, however, taking into account the restrictions imposed by reality, he sent Melas different instructions.[72]

Reconnaissance tours[edit]

εναλλ.=Μεταξύ 160-200 άνδρες με ενδυμασία διάφορων κοινωνικών τάξεων.

Τον Νοέμβριο του 1903 η Υψηλή Πύλη αποδέχτηκε τη συμφωνία της Μυρστέγης που είχαν συνάψει τον προηγούμενο μήνα η Ρωσία και η Αυστρία, το τρίτο σημείο της οποίας προέβλεπε τον ανασχεδιασμό των ορίων των διοικητικών υποδιαιρέσεων της περιοχής της Μακεδονίας, μετά την ειρήνευσή της, με σκοπό την ομαλότερη κατανομή των διαφόρων εθνοτήτων.[73][74] Ενώ για τις Μεγάλες Δυνάμεις η συμφωνία αποσκοπούσε στη σταθερότητα και τη διατήρηση της ισχύουσας κατάστασης, από τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων ερμηνεύτηκε ως εγγύηση μελλοντικής βοήθειας υπέρ των διεκδικήσεών τους.[75] Τα βαλκανικά κράτη επικέντρωσαν στο τρίτο σημείο της συμφωνίας και καθώς, στην οθωμανική τάξη η εκκλησιαστική ένταξη αποτελούσε κριτήριο εθνικής κατηγοριοποίησης, η ένταξη κάποιου σε μία από τις δύο Εκκλησίες, τη βουλγαρική Εξαρχία ή το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, σήμανε τη δήλωσή του ως «Βούλγαρου» ή «Έλληνα» αντίστοιχα.[76] Η Ελλάδα απευχόταν την ταχεία ειρήνευση της περιοχής πριν την αναστροφή της, συνήθως υπό πίεση, προόδου της εξαρχικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια, ενώ οι ηγέτες της ΕΜΕΟ θεώρησαν σκόπιμο να υποστηρίξουν την Εξαρχία.[77] Η οθωμανική καταστολή είχε αποδυναμώσει το εξαρχικό κίνημα και την ΕΜΕΟ, οι εναπομείνασες ομάδες της οποίας τον χειμώνα του 1903-4 συγκέντρωναν τη δράση τους στην προσπάθεια να αναγνωρίσουν την Εξαρχία χωριά που πρόσφατα είχαν επανέλθει στο Πατριαρχείο, μεταξύ άλλων στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας.[78] Η ακριβής ένταξη του κάθε χωριού στο Πατριαρχείο ή την Εξαρχία έγινε δυσεξακρίβωτη και δεν παρέμενε σταθερή, καθώς λόγω της δράσης ένοπλων ομάδων, επικρατούσε το ένα από τα δύο κόμματα που συνήθως συνυπήρχαν στο ίδιο χωριό, ενώ την άνοιξη του 1904 ξέσπασε βία και σημειώθηκαν σφαγές.[79]

Τον Φεβρουάριο του 1904 ήρθαν στην Αθήνα ο Κώτας, ο Φλωρινιώτης Λάκης Πύρζας και ο Παύλος Κύρου, σλαβόφωνος από το Ζέλοβο, για να παρουσιάσουν στην ελληνική κυβέρνηση την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία,[80] και οι δύο πρώτοι συνάντησαν τον Μελά στο σπίτι των Δραγούμηδων.[81] Στις αρχές του 1904, η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση κοινής γνώμης έστρεψε το ενδιαφέρον της στη Μακεδονία και όρισε τον Αλέξανδρο Κοντούλη επικεφαλής μιας τετραμελούς ομάδας αξιωματικών που στάλθηκαν να ελέγξουν την κατάσταση στη δυτική Μακεδονία[82] και τις δυνατότητες ένοπλης ελληνικής εμπλοκής στην περιοχή.[83] Ο Κοντούλης επέλεξε ως συνοδεία του τον Αναστάσιο Παπούλα, τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη και τον Μελά, που ήταν φίλος του,[82] παρά την αντίρρηση του υπουργού Εξωτερικών Άθω Ρωμανού, που θεωρούσε τον Μελά ακατάλληλο «ὡς ἐνθουσιώδη».[84] Παρά τη διαφωνία της Ναταλίας και τη συγκαταβατική στάση των υπόλοιπων Δραγούμηδων, ο Μελάς ήταν γεμάτος ενθουσιασμό και δέος μπροστά στην προοπτική να μεταβεί στη Μακεδονία, χώρο τον οποίο δε γνώριζε ουσιαστικά, αλλά που θα του επέτρεπε να τηρήσει τον όρκο στον πατέρα του και να αφοσιωθεί σε μια υψηλή ιδέα.[85] Η αγωνία για το μέλλον και η προοπτική της απομάκρυνσης από τα παιδιά του αναστάτωναν ψυχικά τον Μελά, αλλά τον ηρέμησε η σύζυγός του.[86]

εναλλ.=Αραιοχτισμένο χωριό σε βουνοπλαγιά

Αφού επέλεξαν τέσσερεις συνοδούς, μεταξύ των οποίων ο Kaoudis, οι τέσσερεις αξιωματικοί ακολούθησαν χωριστές πορείες και συναντήθηκαν στο τέλος Φεβρουαρίου στα ελληνοθωμανικά σύνορα, στο Βελεμίστι, με τον Κώτα, τον Πύρζα και τον Κύρου.[87] Για λόγους μυστικότητας οι αξιωματικοί χρησιμοποίησαν διαβατήρια με ψευδώνυμο, ο Μελάς συγκεκριμένα με το όνομα «Ζέζας»,[88] το οποίο στα αρβανίτικα σημαίνει «μαύρος» ή «μελαχρινός» και το οποίο είχε δώσει στον Μελά ο Κοντούλης, που μιλούσε τη γλώσσα.[89] Η αποστολή καθυστέρησε εξαιτίας των άσχημων καιρικών συνθηκών και διέσχισαν τον Αλιάκμονα μόλις στις 9(Ι.Η.)/22(Γ.Η.) Μαρτίου και ακολούθως κατευθύνθηκαν μέσω Σιατίστης προς το μοναστήρι του αγίου Νικολάου στο Τσιρίλοβο. Με οδηγό έναν απεσταλμένο του μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη έφτασαν στο χωριό Γκαμπρές στις 15/28 Μαρτίου. Την επομένη ο Μελάς και ο Κολοκοτρώνης συνέδραμαν χρηματικά τον δάσκαλο και το απόγευμα ο Κώτας, ο Κοντούλης και ο Μελάς μίλησαν στους ντόπιους υπέρ της σύνταξης με την ελληνική πλευρά. Έπειτα, προχώρησαν στη Ρούλια, το χωριό του Κώτα, την Όστιμα και το Ζέλοβο.[90] Η προσωπικότητα του Κώτα εντυπωσίασε τον νεαρό Μελά, ο οποίος τον αντιμετώπιζε με θαυμασμό και σεβασμό και ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται την κατάσταση στη Μακεδονία σύμφωνα με την αντίληψη του Κώτα, ενός από τους τελευταίους εκπροσώπους της κλέφτικης παράδοσης και αδιαμφισβήτητου αρχηγού των ατάκτων της περιοχής.[91] Στο Ζέλοβο (σημ. Ανταρτικό) της Φλώρινας ο Μελάς διαπίστωσε την απήχηση μεταξύ των σλαβόφωνων χωρικών του κηρύγματος του Αναστάς Γιάνκοφ του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου από τη Ζαγορίτσανη (σημ. Βασιλειάδα Καστοριάς) περί ύπαρξης ξεχωριστού μακεδονικού έθνους.[92][93] Όσο βρίσκονταν εκεί, ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης διαφώνησαν με τον Μελά και τον Κοντούλη αναφορικά με το αν τα ελληνικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν με την αποστολή ένοπλων σωμάτων από την Ελλάδα, όπως υποστήριζαν οι πρώτοι, ή με την οργάνωση ντόπιων ομάδων,[94] όπως υποδείκνυε εδώ και ένα χρόνο στον Μελά ο Ίων Dragoumis.[95] Μετά το Ζέλοβο, βρέθηκαν στο Όροβνικ, όπου -χάρη σε μία φωτογραφία του Μελά που είχε στο σπίτι του στο Πισοδέρι ο παπα-Σταύρος Τσάμης- ο ιερέας του χωριού αναγνώρισε τον Μελά ως το πρόσωπο με την άφιξη του οποίου «θα γίνουν μεγάλα πράγματα».[96]

Την ίδια μέρα έλαβαν ένα μήνυμα από τον Δραγούμη ότι ο Μελάς έπρεπε να επιστρέψει αμέσως στην Ελλάδα, επειδή οι οθωμανικές αρχές είχαν πληροφορηθεί την παρουσία του. Ο Μελάς επισκέφθηκε στο Μοναστήρι τον Δραγούμη, που τον έπεισε να υπακούσει. Απογοητευμένος, ο Μελάς πήρε το τρένο για τη Θεσσαλονίκη φορώντας ένα φέσι, σύμβολο κύρους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και στις 29 Μαρτίου έφτασε στην Αθήνα. Πέντε βδομάδες αργότερα επέστρεψαν και οι άλλοι τρεις αξιωματικοί, μετά από διαταγή του ελληνικού ΥπΕξ, ενώ ο Kaoudis παρέμεινε με τον Κώτα.[97][98] Από τη Μακεδονία οι τρεις αξιωματικοί είχαν στείλει μία αναφορά που έκανε λόγο για ευνοϊκές συνθήκες ανάληψης ελληνικής δράσης, αλλά ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης είχαν στείλει κρυφά επιστολές που έκαναν λόγο για δυσμενή υποδοχή της αποστολής τους και την ακαταλληλότητα των ντόπιων για ένοπλη δράση.[99][100] Πίσω στην Αθήνα, μία λογομαχία στις 13 Μαΐου ανάμεσα στον Μελά και τον Κολοκοτρώνη για το ζήτημα της αποστολής ή όχι ενόπλων στη Μακεδονία κατέληξε στη διοργάνωση με αίτημα του Κολοκοτρώνη ανάμεσά στους δύο στις 28 του ίδιου μηνός μίας μονομαχίας[101][102] —προσφιλούς στους Έλληνες αξιωματικούς μεθόδου αποκατάστασης της τιμής την περίοδο που ακολούθησε τον ατιμωτικό για τους ίδιους πόλεμο του '97—[103] η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον ελαφρύ τραυματισμό του Κολοκοτρώνη από πυροβολισμό.[101]

εναλλ.=Μεγάλο κτίριο του 19ου αιώνα με τοπική αρχιτεκτονική

Έπειτα, ο Μελάς ανέλαβε καθήκοντα στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά μετά από ειδικό αίτημα δύο Κοζανιτών, που επισκέφθηκαν τον Στέφανο Δραγούμη το τέλος Ιουνίου και έκαναν λόγο για κατάσταση ετοιμότητας για την ανάληψη δράσης, πήρε άδεια είκοσι ημερών για να επανέλθει στη Μακεδονία,[104] προκαλώντας την έκπληξη και τη λύπη των οικείων του. Έχοντας αποκτήσει μια πρώτη εμπειρία δράσης στον μακεδονικό χώρο, ο Μελάς αναχώρησε για τη Μακεδονία αφού εμψύχωσε την «απαρηγόρητη» σύζυγό του και τους οικείους του.[105] Μαζί με τον Πύρζα, έφτασε στην Κοζάνη, πόλη σχεδόν ολοκληρωτικά ελληνική, στις 19 Ιουλίου ως ζωέμπορος,[104] με το ψευδώνυμο «Παύλος Δέδες».[106] Εκεί, ο Μελάς διαπίστωσε ότι η προετοιμασία δεν είχε προοδεύσει όπως τον είχαν πληροφορήσει, αλλά συναντήθηκε στο επισκοπικό μέγαρο της πόλης με την εξαμελή επιτροπή της Άμυνας, με την οποία συνομολόγησε την ανάγκη δημιουργίας επτά σωμάτων των δεκαπέντε ανδρών το καθένα, που θα δρούσαν στην περιοχή Καστοριάς και Βοδενών, υπό τους κλέφτες Καραλίβανο και Βισβίκη και το ύψος του μηνιαίου μισθού που θα δινόταν στους άνδρες. Ενώ ο Πύρζας έλεγχε τις απαιτήσεις ανάληψης δράσης στο Βογατσικό, το Μπλάτσι και την Καστοριά, ο Μελάς έστειλε μια αναφορά στον Στέφανο Δραγούμη ζητώντας την αποστολή χρημάτων στην Κοζάνη και επισκέφθηκε τη Σιάτιστα, όπου ενθουσιάστηκε από την τοπική επιτροπή που συνάντησε. Αν και σχεδίαζε να επισκεθεί τη Βέροια, τη Νάουσα και τα Βοδενά, καθώς εξέλιπαν οι μέρες της άδειάς του, επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου.[107]

Ενόσω ήταν στην Κοζάνη, ο Μελάς συνειδητοποίησε την ανάγκη αποστολής ενόπλων στη Μακεδονία και αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος αντάρτικη δράση, ακολουθώντας το παράδειγμα δύο συμμαθητών του από τη Σχολή Ευελπίδων, των ανθυπολοχαγών Τσόντου και Κατεχάκη, για τους οποίους πληροφορήθηκε ότι είχαν οριστεί επικεφαλής ένοπλων ομάδων από το Μακεδονικό Κομιτάτο.[108] Επρόκειτο για μια ημιεπίσημη αλυτρωτική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Μάιο του 1904 από πρώην μέλη της Εθνικής Εταιρείας υπό την προεδρία του Δημήτριου Καλαποθάκη, με χρηματοδότηση από την κυβέρνηση και σκοπό την προπαρασκευή ένοπλων σωμάτων.[109][102] Τις ίδιες μέρες με την αποστολή του Μελά, μια αποστολή του Κομιτάτου κατέληξε στην ανάγκη συντονισμένης ελληνικής δράσης για την αποφυγή αντιποίνων.[110] Αν και ο ίδιος ο Μελάς, όπως και ο Στέφανος Dragoumis, δεν έγιναν μέλη του Κομιτάτου, συνεργάστηκαν ωστόσο, με τα μέλη του χρησιμοποιώντας το δικό τους δίκτυο.[111]

Macedonian Struggle[edit]

Towards Macedonia[edit]

εναλλ.=Φωτογραφία του Παύλου Μελά σε πόζα με κεντημένο μαύρο ντολαμά, κρατώντας τουφέκι Mauser, με περίστροφο Mauser C78 «zig-zag» στη ζώνη του.

Η κατάδοση στις οθωμανικές αρχές τον Ιούνιο του 1904 του Κώτα, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στην ενίσχυση του ελληνικού κόμματος στην περιοχή, από τους πρώην συνεργούς του, τον Παύλο Κύρου υπό την καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, στέρησε τα ερείσματα της δράσης της ελληνικής πλευράς στα Κορέστεια[112][113] και στο τέλος Ιουλίου αποφασίστηκε η αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία από την Ελλάδα.[114] Στο εσωτερικό του Μακεδονικού Κομιτάτου μία μερίδα υπό τον Καλαποθάκη ευνοούσε τον Καούδη, ενώ μία άλλη, που προωθούσε την πρόσδεση στην κυβέρνηση, τον Μελά, που ήταν γνωστός του πρωθυπουργού Θεοτόκη.[115] Στις 14 Αυγούστου, λίγο μετά την επιστροφή του από την Κοζάνη[116] και μετά από παρέμβαση του πρωθυπουργού Γεώργιου Θεοτόκη,[6] ο Μελάς διορίστηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο αρχηγός όλων των σωμάτων που δρούσαν στην περιοχή του Μοναστηρίου και της Καστοριάς.[116] Ο Kaoudis αρνήθηκε να ενταχθεί στο σώμα του Μελά, καθώς είχε ήδη δεσμευτεί στον Καλαποθάκη,[115] από τον οποίο έλαβε πλήρη εξουσιοδότηση για ελεύθερη δράση,[117] και στις 18 Αυγούστου διέσχισε την ελληνοοθωμανική μεθόριο επικεφαλής σώματος με οδηγό και συναρχηγό τον Κύρου.[118] Την ίδια μέρα ο Μελάς, περισσότερο ψύχραιμος απ' ότι τις δύο πρώτες φορές, αν και βέβαιος ότι δε θα επέστρεφε στην Ελλάδα, αναχώρησε με κάποια μυστικότητα και χωρίς συγκινητικούς αποχαιρετισμούς, παρά μόνο με τα παιδιά του,[119] για την τρίτη περιοδεία του στη Μακεδονία. Συνοδευόταν από τρεις Κρητικούς,[116] ανάμεσα στους οποίους ο Σφακιανός Ιωάννης Καραβίτης, που πίεσε επίμονα τον Μελά μέχρι να τον εντάξει στο σώμα του,[120] και τον Πύρζα,[116] που εντάχθηκε στο σώμα του Μελά μετά την αποτυχία του να συγκροτήσει δικό του σώμα.[121] Στη Λάρισα προστέθηκαν στη συνοδεία του τέσσερεις Μακεδόνες και ο Δεσκατιώτης κλέφτης Κατσαμάκας με έξι άνδρες.[116] Εκεί ο Μελάς φιλοξενήθηκε από τον ανθυπολοχαγό Χαράλαμπο Λούφα που, σύμφωνα με επιστολή που έστειλε ο Μελάς στη σύζυγό του, του ζήτησε να τον φωτογραφίσει. Ο Μελάς συμφώνησε και φωτογραφήθηκε στις 21 Αυγούστου από τον Λαρισαίο φωτογράφο Γεράσιμο Δαφνόπουλο ένοπλος -κρατώντας ένα Μάουζερ, ζωσμένος ένα περίστροφο Μάουζερ Ζιγκ-Ζάγκ- και ένστολος,[122] ενδεδυμένος ένα μαύρο κεντητό ντουλαμά.[123] Ο Μελάς έστειλε το πρώτο αντίτυπο της φωτογραφίας στη σύζυγό του, «υπό τον όρον να μην ιδή το φως της ημέρας», αλλά να μείνει ως ανάμνηση για την ίδια και τα παιδιά του αν έχανε τη ζωή του στην αποστολή του,[122] βρίσκοντας ότι θα ήταν «κωμικό» και «μαρτύριο», εάν επέστρεφε άπρακτος, να βλέπει «την φάτσαν [τ]ου έτσι μασκαρεμένην».[123] Την επομένη αναχώρησαν από τη Λάρισα[124] και στις 27 έφτασαν στο μοναστήρι της Μερίτσας, όπου δέχτηκαν την απρόθυμη φιλοξενία του ηγουμένου.[125]

εναλλ.=Ομάδα 18 ανδρών ποζάρει με ντουλαμάδες και ευζωνικές ενδυμασίες, όπλα και φυσεκλίκια.

Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα «καπετάν Μίκης Ζέζας», που παρέπεμπε στον γιο και ταυτόχρονα στον πατέρα του, και ένοπλο σώμα περίπου 35 ανδρών, Κρητικών και Μακεδόνων, διέβη τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και εισέβαλε στα εδάφη της Μακεδονίας, κοντά στο Οστροβό,[126] (σημ. Αγναντιά Τρικάλων).[127] Όπως και στις δύο πρώτες εξορμήσεις του στη Μακεδονία, ο Μελάς βρισκόταν κατά το ήμισυ σε ρυθμούς οικογενειακής ζωής· διατήρησε την ώρα Ελλάδας στο ρολόι του και αναλογιζόταν τις ασχολίες του καθενός μέλους της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της ημέρας.[128] Στο σώμα του Μελά βρίσκονταν ντόπιοι κλέφτες και Κρητικοί παρόμοιων ενασχολήσεων, οι οποίοι κινούνταν και δρούσαν όπως οι κλέφτικες ομάδες. Διαβαίνοντας τα σύνορα, ο Μελάς προσπάθησε να υιοθετήσει την κλέφτικη στάση, απεκδύθηκε τη στολή του αξιωματικού[129] και επέλεξε ως μόνιμη ενδυμασία του το ντουλαμά, με αποτέλεσμα να κερδίσει τον σεβασμό των αντρών του σώματός του.[123] Παρότι δεν ήταν πρακτική, ιδίως στην κακοκαιρία, η παραδοσιακή κλέφτικη φορεσιά τον έκανε να αισθάνεται πιο άνετα, βρίσκοντας, όπως πολλοί Μακεδονομάχοι, ότι εμψύχωνε τους άντρες του.[130] Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και στη συνέχεια κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς.[131] Για πάνω από μία εβδομάδα το ένοπλο σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας, ορειβατώντας τη νύχτα, συχνά υπό βροχή, για να περνά απαρατήρητο, με τον ασυνήθιστο σε κακουχίες Μελά να καταπονείται ιδιαίτερα.[132] Στις 5 Σεπτεμβρίου, ύστερα από πορεία πολλών ημερών, κατά την οποία αντιμετώπισαν την καχυποψία του τοπικού πληθυσμού[133] ο Μελάς και οι σύντροφοι του έφθασαν στο χωριό Ζάνσκο, όπου τους βοήθησε και εφοδίασε πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους.[134] Στις 7 διέβησαν τον Αλιάκμονα και με ενδιάμεσες στάσεις στο ελληνόφωνο πατριαρχικό Κωσταράτσι, όπου έμειναν για τρεις μέρες δεχόμενοι αιτήματα βοήθειας από γειτονικά χωριά, στο Βογατσικό και στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Τσιρίλοβο, προπύργιο των ελληνικών σωμάτων της περιοχής, έφτασαν στις 13 Σεπτεμβρίου στο αλβανόφωνο πατριαρχικό χωριό Λέχοβο. Εκεί συνάντησαν τον ντόπιο κλέφτη Ζήση Δημουλιό, που με την άδεια των οθωμανικών αρχών διατηρούσε ένα σώμα εννιά ανδρών και εργαζόταν υπέρ των πατριαρχικών συμφερόντων,[135] ενώ στο σπίτι του είχε αναρτημένη μεταξύ άλλων τη φωτογραφία της πριγκίπισσας Σοφίας και του Στέφανου Δραγούμη.[136] Με τον Πύρζα ο Μελάς συζήτησε διστακτικά την ανάγκη αντεκδίκησης του φόνου του ιερέα του σλαβόφωνου χωριού Στρέμπενο, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από κομιτατζήδες τον Νοέμβριο του 1901.[137]

Για τον Μελά, όπως και άλλους Έλληνες αξιωματικούς που κατευθύνθηκαν από το ελεύθερο ελληνικό βασίλειο στη Μακεδονία, η σιωπηρή άρνηση σλαβόφωνων χωρικών να αναγνωρίσουν ως θρησκευτικό τους ηγέτη τον Βούλγαρο Έξαρχο αντί του Οικουμενικού Πατριάρχη ήταν απόδειξη του ελληνικού τους «φρονήματος». Ο Μελάς θεωρούσε τους σλαβόφωνους χωρικούς εξίσου Έλληνες με τους ελληνόφωνους Κρητικούς που τον συνόδευαν και πίστευε ότι είχαν αλλοφωνήσει ως αποτέλεσμα της ξένης κυριαρχίας, μεταναστεύσεων και έλλειψης ελληνικής εκπαίδευσης.[138] Τους αποκαλούσε «Μακεδόνες», εννοώντας ότι είναι κάτοικοι της Μακεδονίας, και τη γλώσσα τους «μακεδονική» και τους θεωρούσε όμοιους με το υπόλοιπο αλλόφωνο ποίμνιο του Πατριάρχη.[139] Συνειδητοποιώντας τη δυσκολία ταύτισης των χωρικών με έννοιες εθνικές, ο Μελάς εξήγησε στους άνδρες του ότι βάση του αγώνα που θα διεξήγαγαν ήταν η θρησκεία, η οποία προσβαλλόταν από τη δράση των Βουλγάρων. Ο ίδιος επέλεξε στη σφραγίδα του, που ζήτησε να του στείλει ο Καραβαγγέλης, να υπάρχει ο σταυρός και, επηρεασμένος από την παρόμοια σφραγίδα της Εθνικής Εταιρείας, η επιγραφή «Εν τούτω νίκα», σύμβολα κατανοητά από τους χωρικούς που αποσκοπούσε να προσεταιριστεί.[140]

Armed action[edit]

Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μελάς πραγματοποίησε την πρώτη του επιχείρηση στο Στρέμπενο, όπου συνέλαβε δύο καταζητούμενους εξαρχικούς, που είχε ταυτοποιήσει χάρη στη βοήθεια του Ζήση, και νωρίς το βράδυ το σώμα εισέβαλε στο χωριό. Μετά από ικεσίες ντόπιων, αποφάσισε τελικά να μην σκοτώσει τους δύο καταζητούμενους υπό τον όρο πως θα πήγαιναν στην ελληνική Μητρόπολη και θα δήλωναν υποταγή στον εκεί Μητροπολίτη,[141] όπως τους έβαλε να ορκιστούν σε μία βίβλο ότι θα πράξουν.[142] Ταυτόχρονα, έδωσε στους παρόντες στην πρόχειρη αυτή δίκη πρόκριτους του χωριού διορία δέκα ημερών να αναγνωρίσουν τον Έλληνα Μητροπολίτη της Καστοριάς και να του ζητήσουν την αποστολή δασκάλου και ιερέα, ώστε να επανέλθει το χωριό στο Πατριαρχείο.[143] Ενίσχυσε επίσης χρηματικά συγγενείς των θυμάτων, διέλυσε την τοπική επιτροπή της ΕΜΕΟ και στη θέση της συνέστησε και εξόπλισε μία «επιτροπή άμυνας» πατριαρχικών.[144] Η επιεικής αυτή στάση του Μελά προκάλεσε τη μήνιν των πατριαρχικών του χωριού, που προσέβλεπαν σε πράξεις αντεκδίκησης για τις πράξεις βίας που είχαν διαπράξει τα προηγούμενα χρόνια εις βάρος τους τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα,[142] και έκανε τον Καραβίτη να αμφιβάλλει για το αν ο Μελάς είχε τη σωματική και ψυχική σκληρότητα που απαιτούνταν από τις περιστάσεις. Παρά τις αμφιβολίες των ανταρτών για τις ικανότητες του Μελά ως στρατιωτικού, αναγνώριζαν την ηθική του καθαρότητα και ευγένεια, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει την εκτίμησή τους.[145] Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Μελάς προσπάθησε να οργανώσει επίθεση στο χωριό Αετόζι, καθώς ήταν κέντρο εξαρχικών αυτονομιστών, όμως η απροθυμία συνεργασίας του Ζήση από το Λέχοβο του άλλαξε τα σχέδια.[146] Μη διαθέτοντας κανέναν άνδρα που να γνωρίζει την περιοχή και μη έχοντας τη δυνατότητα να ακολουθήσει τις φευγαλέες κινήσεις των εξαρχικών σωμάτων, υποχρεώθηκε να στραφεί στην τιμωρητική δράση κατά μεμονωμένων ατόμων και αποφάσισε την ίδια μέρα να μεταβεί στην Πρεκοπάνα (σημερινή Περικοπή).[147][148] Εκεί περικύκλωσε τον τοπικό πληθυσμό, που εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μια κηδεία και συνέλαβε τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό ιερέα[149] ποπ-Νικόλα, ο οποίος τον Ιούλιο του 1903 είχε δολοφονήσει τον προκάτοχό του, παπα-Χρίστο.[150] Εν μέρει λόγω του φόβου τους, όπως αντιλήφθηκε ο Μελάς, οι κάτοικοι του χωριού και οι πρόκριτοι δήλωσαν την αποστροφή τους για την Εξαρχία και ο Μελάς απαίτησε να ορκιστούν ότι θα δηλώσουν πίστη στον Έλληνα Μητροπολίτη και θα ζητήσουν την αποστολή πατριαρχικού ιερέα και δασκάλου, απειλώντας, όπως είχε κάνει και στο Στρέμπενο, ότι θα επανερχόταν για να τιμωρήσει τυχόν επίορκους.[151] Η εκτέλεση των δύο κομιτατζήδων από άνδρες του σώματός του λίγο έξω από το χωριό[152] φαίνεται να συγκλόνισε τον Μελά, που είχε ενδοιασμούς αναλογιζόμενος την αναντιστοιχία ανάμεσα στο «ωραίο και ευγενές έργο» που είχε αναλάβει και «τας σκληράς ανάγκας» προκειμένου αυτό να υλοποιηθεί.[153]

Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Μπελκαμένη (σημ. Δροσοπηγή), χωριό Αλβανών και Βλάχων. Ο Μελάς τους εκφώνησε ομιλία, οργάνωσε μια επιτροπή «άμυνας» και επέβαλε το κλείσιμο του ρουμανικού σχολείου του χωριού.[154][155][156][157] Ακολούθως, ο Μελάς σχεδίαζε να συλλάβει πέντε κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ στο σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος) και οι άνδρες του Μελά εισήλθαν κρυφά στο χωριό, δίχως να καταφέρουν να συναντήσουν τους ντόπιους πατριαρχικούς. Το σχέδιο δράσης τους ανατράπηκε άμα τη ενάρξει της εφαρμογής του, όταν αντιλήφθηκαν πως στο χωριό βρισκόταν σημαντική δύναμη του οθωμανικού στρατού.[158][159] Λόγω της απειρίας του Μελά στον ανταρτοπόλεμο,[160] κατά τη διάρκεια της άτακτης φυγής τους τραυματίστηκε θανάσιμα ο Φίλιππος Καπετανόπουλος, μέλος της επιτροπής Άμυνας του Μοναστηρίου, ο οποίος είχε ενταχθεί στο σώμα του Μελά στην Μπελκαμένη την προηγούμενη μέρα.[161][162][163] Ο Μελάς τον σκέπασε με την κάπα του, στην οποία είχε αφήσει από αμέλεια ένα γράμμα του ίδιου του Καπετανόπουλου προς τον Δημήτριο Καλλέργη, τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι. Η εύρεση της επιστολής οδήγησε αργότερα σε διάβημα της Υψηλής Πύλης προς την ελληνική κυβέρνηση και την ανάκληση του Καλλέργη.[164] Σύμφωνα με μία απολογιστική του έκθεση, που έμεινε ανολοκλήρωτη, ο Μελάς έγραψε στον καϊμακάμη της Φλώρινας ότι μοναδικός σκοπός της δράσης του ήταν «η τιμωρία των δολοφόνων Βουλγάρων και η προστασία των αδελφών μας από τας ορδάς αυτών».[6][165] Η δράση του σώματος του Μελά προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των πολιτικών, αλλά όχι και των στρατιωτικών Οθωμανών αξιωματούχων και δε μεταφράστηκε στην ανάληψη δράσης για την εξουδετέρωσή του.[166]

εναλλ.=Άποψη χωριού από μακριά

Από το Νερέτ το σώμα του Μελά κατευθύνθηκε στο πατριαρχικό Λέχοβο και έπειτα στη Νεγκοβάνη (σημερινό Φλάμπουρο), χωριό αρβανιτο-βλάχικο και επίσης κατά πλειοψηφία πατριαρχικό, όπου έμεινε για αρκετές μέρες λόγω της αδιάκοπης βροχόπτωσης, οργανώνοντας την άμυνα της ευρύτερης περιοχής.[167][168] Εκεί τους συνάντησαν στις 30 Σεπτεμβρίου πρόκριτοι του βλάχικου χωριού Νέβεσκα (σημερ. Νυμφαίο Φλώρινας), που τους εφοδίασαν με τρόφιμα και ενδύματα.[169] Ο Μελάς βασίστηκε, λόγω της σύνθεσης του πληθυσμού τους, στο Λέχοβο, όπου βρισκόταν ο Ζήσης, και στη Νεγκοβάνη, όπου ανέλαβε με τα χρήματα του Μακεδονικού Κομιτάτου τη μισθοδοσία του οπλαρχηγού Κόλε Πίνα, που είχε εργαστεί για τον Καραβαγγέλη. Ως κέντρο τους όρισε τη Νέβεσκα, όπου διόρισε μία πενταμελή επιτροπή άμυνας, όπως έπραξε και σε άλλα χωριά, όμοια με την οργάνωση Άμυνα του Ίωνα Δραγούμη. Έργο των επιτροπών αυτών ήταν η τροφοδοσία των αντάρτικων σωμάτων, η φύλαξη των χωριών και η προπαγανδιστική δράση στη γύρω περιοχή. Με τους πόρους του Κομιτάτου μισθοδότησε στα χωριά πέρα από ένοπλες φρουρές, αγγελιαφόρους και κατασκόπους της βουλγαρικής δράσης.[170] Την ίδια περίοδο ενεργούσε στην περιοχή των Κορεστείων η ανταρτοομάδα των Καούδη και Κύρου, που ανάγκασε πολλούς κομιτατζήδες να εγκαταλείψουν τα χωριά όπου βρίσκονταν. Στις 18 Σεπτεμβρίου(Ι.Η.)/1 Οκτωβρίου(Γ.Η.) η ομάδα αυτή επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στην Όστιμα (σημερ. Τρίγωνο Φλώρινας) στον Μήτρο Βλάχο, που μετά από πολύωρη μάχη κατάφερε να διαφύγει, χάνοντας ωστόσο περίπου είκοσι άνδρες.[171][172] Ευρισκόμενος στο Λέχοβο, ο Μελάς πληροφορήθηκε την επικράτηση του Καούδη, στον οποίο είχε στείλει μηνύματα διατάζοντάς τον να τον συναντήσει, τα οποία ο Kaoudis, που επίσης προσέβλεπε στην ανάληψη κοινής δράσης, δεν είχε λάβει, κάνοντας τον Μελά να νομίζει ότι η έλλειψη απάντησης ήταν σκόπιμη.[173] Λόγω της ανυπαρξίας σταθερών διαύλων επαφής, τρεις προσπάθειες συνάντησης μετά την πρώτη μεταξύ τους επικοινωνία στις 25 Σεπτεμβρίου έμειναν ανεπιτυχείς.[174]

Απογοητευμένος από τις άσχημες καιρικές συνθήκες, τις συναντήσεις με τον οθωμανικό στρατό, τις ικανότητες διαφυγής των αντιπάλων του, την απροθυμία των ντόπιων να τον συνδράμουν και την απουσία ενισχύσεων σε χρήματα και άνδρες από το Κομιτάτο,[175] ο Μελάς σχεδίαζε να επιστρέψει στην Αθήνα και να επανέλθει στη Μακεδονία τον Μάρτιο με νέο σώμα, αφήνοντας ολιγάριθμες φρουρές στα χωριά της περιοχής. Στις 9 Οκτωβρίου, όμως, έλαβε αναπάντεχα ενισχύσεις από την Ελλάδα,[6] όταν έφτασε στη Νεγκοβάνη ο Καραλίβανος με περίπου σαράντα άνδρες, με αποτέλεσμα το σώμα του Μελά να ξεπεράσει τους 70 το πλήθος και να δρα κατατετμημένο σε τέσσερεις ομάδες υπό τον Καραλίβανο, τον Γιοβάνη, τον Πουλάκα και τον Πύρζα.[176] Ο Μελάς περιέγραψε τη θέλησή του να παραμείνει στην περιοχή σε ένα γράμμα -το τελευταίο του-, που έστειλε στην κουνιάδα του Έφη Καλλέργη, κόρη του Στέφανου Δραγούμη και σύζυγο του αξιωματικού του ιππικού Γιάννη Καλλέργη,[177] με την οποία ο Μελάς είχε ερωτικό δεσμό τους τελευταίους μήνες της ζωής του.[178] Έχοντας οργανώσει την άμυνα των χωριών της Καστοριάς, σκόπευε να αφήσει περίπου πενήντα άνδρες να ελέγχουν την περιοχή και ο ίδιος να περάσει μέσα από το Ζέλοβο και το Πισοδέρι στην περιοχή του Μεγάροβου και του Μοναστηρίου, για να εκδιώξει από εκεί τις ανταρτοομάδες των κομιτατζήδων και να οργανώσει την άμυνά τους για τον χειμώνα.[177] Σε έκθεσή του προς το Κομιτάτο έγραψε ότι μετά το Μοναστήρι σχεδίαζε να κινηθεί προς τα Βοδενά και τη Βέροια, ώστε να αναπτύξει δράση σε όλη την περιοχή της οποίας είχε οριστεί υπεύθυνος.[179] Δύο μέρες αργότερα με δύναμη 60 ανδρών επιτέθηκε εναντίον προγραμμένων μελών των κομιτάτων στο Νερέτ (σημ. Πολυπόταμο),[6] όπου τους ειδοποίησε ότι κρύβονταν τρεις συμμορίες κομιτατζήδων ο γιος του δολοφονημένου ιερέα του χωριού, που είχε στοχοποιηθεί και ο ίδιος από την ΕΜΕΟ.[180] Η επιχείρηση απέβη άκαρπη και κατά την υποχώρηση του το ελληνικό σώμα δέχτηκε επίθεση κομιτατζήδων με αποτέλεσμα να τραπεί σε φυγή.[6]

Death[edit]

Ο Ευθύμιος Kaoudis (αριστερά) και ο Παύλος Κύρου (δεξιά).
Ευθύμιος Kaoudis
Παύλος Κύρου

Μετά την αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς έμεινε με τους μισούς άνδρες του,[6] διανυκτέρευσε υπό βροχήν στο Βίτσι[181] και κινήθηκε προς τη Στάτιτσα (σημερινός Μελάς), όπου συνάντησε τον Ντίνα ή Ντίνε Στεργίου,[181][182] έναν εικοσιτετράχρονο πρώην κομιτατζή και μέλος της ομάδας του Μήτρου Βλάχου, που είχε φύγει από αυτή για λόγους αντιζηλίας και, συστημένος από τον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, είχε ενταχθεί τον περασμένο Αύγουστο στο σώμα των Καούδη και Κύρου, δίχως να έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους για το οριστικό της μεταστροφής του στην ελληνική πλευρά.[181][182] Ο Ντίνας προσκάλεσε τον Μελά να καταλύσουν στη Στάτιτσα,[181] χωριό τότε σλαβόφωνο και μικτού πληθυσμού πατριαρχικών και εξαρχικών,[177][183] που διέθετε οργανωμένο βουλγαρικό πυρήνα.[181] Παρά την αντίρρηση του Πύρζα ότι θα ήταν ασφαλέστερο να μην μπουν στη Στάτιτσα, καθώς ήταν πέρασμα των οθωμανικών δυνάμεων που μετακινούνταν τακτικά από το Ζέλοβο στο Κονομπλάτι, ο Μελάς επέμενε να εισέλθουν στο χωριό.[177] Από εκεί έστειλε μήνυμα στον Κύρου και τον Καούδη να συναντηθούνε τα χαράματα της 14ης Οκτωβρίου κοντά στη Στάτιτσα.[177][181] Ο Kaoudis ετοιμάστηκε να μεταβεί στη Στάτιτσα, νομίζοντας ότι ο Μελάς είχε έρθει για να ενισχύσει το σώμα του, αλλά ο Κύρου, που αφενός δεν ήθελε να απομακρυνθούν από το χωριό του, το πατριαρχικό Ζέλοβο, που ήταν εκτεθειμένο σε επιθέσεις εξαρχικών σωμάτων, αφετέρου είχε ψυχρανθεί με τον Μελά, που τον είχε κατηγορήσει για την προδοσία του Κώτα, αντιτάχθηκε και τελικά στάλθηκαν μόνο δύο άτομα για να οδηγήσουν το σώμα του Μελά στο Ζέλοβο.[184]

εναλλ.=Ομάδα 24 ανδρών ποζάρει με ενδυμασίες εκστρατείας, όπλα και φυσεκλίκια.

Στη Στάτιτσα το σώμα του Μελά δέχτηκε τη φιλοξενία προκρίτων του χωριού και του Ντίνε,[177] που θα οδηγούσε το σώμα του Μελά στον τόπο συνάντησης με τον Καούδη και τον Κύρου στις 14 Οκτωβρίου και βοήθησε τον Μελά να μοιράσει τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια.[181][182] Το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου, όταν πληροφορήθηκαν ότι ένα οθωμανικό απόσπασμα είχε αναχωρήσει από το Κονοπλάτι, ο Μελάς δεν ανησύχησε, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν οθωμανική πολιτική να επιτίθενται σκόπιμα στις ελληνικές ομάδες, που τους απάλλασσαν από το καθήκον καταδίωξης των κομιτατζήδων. Ωστόσο, το απόσπασμα είχε κινητοποιηθεί μετά την παραλαβή ένός παραπλανητικού γράμματος γραμμένου στα ελληνικά που είχε συντάξει και στείλει με μια χωρική ο επικηρυγμένος Μήτρος Βλάχος, ο κομιτατζής, και έγραφε ότι στη Στάτιτσα βρισκόταν ο ίδιος, υπολογίζοντας ότι ο τούρκος λοχαγός θα επετίθετο στη Στάτιτσα για να λάβει το ποσό με το οποίο είχε επικηρυχθεί ο Μήτρος Βλάχος, προξενώντας, ωστόσο, τον θάνατο του Μελά.[177][185][186] Το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα κάποιων δεκάδων ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό ομιχλώδεις συνθήκες.[187]

Σχετικά μικρό διώροφο σπίτι με βαλκανική αρχιτεκτονική και αυλόγυρο. Στην αυλόπορτα υπάρχει επιγραφή «Το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς» με εκκλησιατική γραμματοσειρά.
Το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Μελάς στη Στάτιστα σήμερα στεγάζει το Μουσείο Παύλου Μελά.

Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών.[188] Το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρησφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί.[188] Περικύκλωσε επίσης το σπίτι όπου έμεναν ο Μελάς, ο Νικόλαος Πύρζας, ο Ντίνας,[177] ο Πέτρος Χατζητάσης[189] και ένας Κρητικός ονόματι Στρατινάκης, το οποίο καταδεικνυόταν σαφώς στο γράμμα του Μήτρου Βλάχου.[177] Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει, όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς τραυματίστηκε από βόλι του οθωμανικού αποσπάσματος ή των ανδρών του σώματός του, συγκεκριμένα από εκπυρσοκρότηση του όπλου του Πύρζα.[187][188] Μετά τον τραυματισμό του ο Μελάς ζήτησε από τον Πύρζα να παραδώσει τον σταυρό του στη σύζυγό του, το τουφέκι του στον γιο του και το κωνσταντινάτο του στην Έφη Καλλέργη.[178][190] Οι μαρτυρίες ποικίλουν επίσης για το αν, ύστερα από τον τραυματισμό του, ο Μελάς απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα.[191][188] Φαίνεται πως ο Μελάς ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς. Όλοι οι άνδρες του σώματός του διέφυγαν, εκτός από τους επτά που βρίσκονταν στο σπίτι που πολιόρκησε ο οθωμανικός στρατός, οι οποίοι παραδόθηκαν και το 1905 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση πέντε ετών για σύσταση συμμορίας.[188] Οι σύνοικοι του Μελά άφησαν στον αχυρώνα του σπιτιού όπου βρίσκονταν τη σορό του Μελά, η οποία τάφηκε από χωρικούς της Στάτιτσας ενδεχομένως την ίδια νύχτα, και κατευθύνθηκαν προς το κοντινό Ζέλοβο.[192]

Aftermath[edit]

Το πρωί της επομένης (14η Οκτωβρίου) οι τέσσερεις σύνοικοι του Μελά φτάσαν στο Ζέλοβο (σημ. Ανταρτικό) όπου συνάντησαν τον Καούδη και τον Κύρου και τους πληροφόρησαν για τον θάνατο του αρχηγού τους.[192][188] Την ίδια μέρα ο Ντίνας στάλθηκε στη Στάτιτσα, απ' όπου επέστρεψε δυο μέρες αργότερα λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να «πάρουν το κεφάλι» της σορού.[192] Το βράδυ της 17ης αναχώρησαν για την Μπελκαμένη (σημ. Δροσοπηγή) όλοι οι Μακεδονομάχοι, εκτός από τον Κύρου που παρέμεινε στο Ζέλοβο, ενώ ο Ντίνας στάλθηκε πάλι στη Στάτιτσα εφοδιασμένος από τον Καούδη με πέντε λίρες για να ανακτήσει τη σορό του Μελά.[157][192] Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου ο Ντίνας εμφανίστηκε στο Ζέλοβο φέροντας το κεφάλι του Μελά και λέγοντας στον Κύρου και στον υπάλληλο του ελληνικού προξενείου του Μοναστηρίου, που μόλις λίγες ώρες πριν είχε έρθει στο χωριό, ότι, ενώ έκανε την εκταφή του νεκρού, στο χωριό εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός και γι' αυτό έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε.[192]

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης και ο πρωτοσύγκελλός του διαβάζουν τρισάγιο στον τάφο του σώματος του Μελά στην Καστοριά (1906).

Το κεφάλι του Μελά τάφηκε στο παρεκκλήσι του ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι[193][194] από τον παπα - Σταύρο Τσάμη,[195] ενώ μετά από έρευνα στη Στάτιτσα στις 23 Οκτωβρίου ο οθωμανικός στρατός εντόπισε το ακέφαλο σώμα και το μετέφερε στην Καστοριά.[196] Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, ο καϊμακάμης της Καστοριάς εντόπισε πάνω στο νεκρό του Μελά γράμματα προς τον «κύριο Τζέτζα», ψευδώνυμο του Μελά, χάρη στα οποία ο Καραβαγγέλης αντιλήφθηκε την ταυτότητα του νεκρού και επέμεινε να παραδοθεί στον ίδιο για να τον κηδεύσει ως Έλληνα. Μπροστά στην επιμονή του καϊμακάμη να τον παραδώσει σε Βούλγαρο ιερέα, ο Καραβαγγέλης κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς και στη συνέχεια ζήτησε τη μεσολάβηση των ντόπιων μπέηδων, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων. Οι μπέηδες της Καστοριάς ανάγκασαν τον καϊμακάμη να παραδώσει στον Καραβαγγέλη το σώμα του Μελά, το οποίο και τάφηκε στον περίβολο από το βυζαντινό παρεκκλήσι των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς.[193][194] Το 1907 ο Στέφανος Dragoumis ζήτησε από τον Καραβαγγέλη να παρευρεθεί η Ναταλία στην μετά τριετία εκταφή του σώματος του συζύγου της καθώς και να του δοθεί το κεφάλι του Μελά. Ο Καραβαγγέλης φρόντισε να έρθει το κεφάλι του Μελά από το Πισοδέρι στην Καστοριά και η Ναταλία επιβεβαίωσε, χάρη σε τρία χρυσά δόντια που η αδερφή του δεσπότη, Κλεονίκη, εντόπισε στο στόμα του, ότι επρόκειτο για το κεφάλι του Μελά, το οποίο ο Καραβαγγέλης έθαψε στην Καστορια μαζί με το υπόλοιπο σώμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα του μητροπολιτικού ναού της πόλης.[192][197] Τον Ιούλιο του 1950 τα οστά του Μελά μεταφέρθηκαν σε τάφο στο εσωτερικό του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών.[198]

εναλλ.=Χειρόγραφη αναφορά σε χαρτί με επικεγαλίδα «Ελληνικόν Προξενείον εν Μοναστηρίω» απευθυνόμενο στον Υπουργό

Στις 16 Οκτωβρίου ο Πύρζας έστειλε με καθυστέρηση ενημερωτική επιστολή στο προξενείο του Μοναστηρίου, το τηλεγράφημα του οποίου της 17ης Οκτωβρίου προς το ελληνικό ΥπΕξ έφθασε στην Αθήνα στις 18, οπότε και ενημερώθηκαν για τον θάνατο του Μελά οι Δραγούμηδες, ενώ την επομένη το νέο δημοσιεύθηκε στον τύπο.[196][200] Σύμφωνα με την αφήγηση που κυριάρχησε, ο Μελάς βρήκε εκούσιο θάνατο αψηφώντας χάρη στη φιλοπατρία του τους κινδύνους που διέτρεχε,[201] καθώς ο αθηναϊκός τύπος έγραψε ότι ο Μελάς πυροβολήθηκε αφότου είχε διασπάσει μαζί με το σώμα του τις γραμμές των τούρκων στρατιωτών.[188] Η διασπορά πολλών διαφορετικών φημών σχετικά με το γεγονός και η προσπάθεια απόκρυψης ενοχλητικών λεπτομερειών[181] —όπως του ότι οι μακεδονομάχοι ανέμεναν να μη δεχτούν επίθεση των οθωμανικών αρχών και του ότι αυτές τους επιτέθηκαν επειδή νόμιζαν ότι είναι βουλγαρική ομάδα, που "ευλόγως", κατά τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι, αποκρύφθηκαν από την ελληνική κοινή γνώμη—[188] κάλυψαν κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου τις συνθήκες θανάτου του Μελά.[181]

Στα μέσα Νοεμβρίου ανέλαβε ως διάδοχος του Μελά στη θέση του αρχηγού των ελληνικών σωμάτων στη δυτική Μακεδονία ο Γεώργιος Τσόντος, που έγινε γνωστός ως «καπετάν Βάρδας», κατάφερε τα πρώτα αξιόλογα πλήγματα στον αντίπαλο, αποκατέστησε το κύρος της ελληνικής πλευράς στα μάτια των ντόπιων και αναδείχθηκε ο σημαντικότερος αξιωματικός του Μακεδονικού Αγώνα.[202] Το 1907 ο Τσόντος-Βάρδας πληροφορήθηκε ότι δύο χρόνια νωρίτερα, το 1905, φοβούμενος για τη ζωή του, επειδή είχε θανατώσει τον Μελά, ο Ντίνε μετανάστευσε στις ΗΠΑ.[196][182] Τρία χρόνια αργότερα, ένας Έλληνας πράκτορας έγραψε στον πεθερό του Μελά, Στέφανο Δραγούμη, ότι συνέχιζε να αναζητεί τον Ντίνε αποφασισμένος να του δώσει «οικτρόν θάνατον» ως προδότη και υπεύθυνο για τον θάνατο του Μελά.[182]

Υστεροφημία[edit]

[[Αρχείο:Pavlos Melas grave in Kastoria-Papazoglou.jpg|thumb|Ο τάφος του Παύλου Μελά όπως δημιουργήθηκε πρώτα στην Καστοριά. Φωτογραφία του Νοεμβρίου του 1904 του Λεωνίδα Παπάζογλου.|alt=Μεγάλος τάφος με περίφραξη, στήλη με τη φωτογραφία του Παύλου Μελά και επικήδεια στεφάνια ]] Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Μελά, δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες ποιήματα γνωστών και άσημων ποιητών για τον Μελά,[203] ενώ η Ακρόπολις δημοσίευσε σχετικό ποίημα του Κωστή Παλαμά που εντάχθηκε στη σχολική ύλη.[204][205] Στις εκκλησίες της Ελλάδας τελέστηκαν μνημόσυνα για τον Μελά, ενώ στα σχολεία εκφωνήθηκε μια ομιλία συνταγμένη από την «Επίκουρο των Μακεδόνων Επιτροπή» που τον εξυμνούσε ως γενναίο «Βουλγαροκτόνο», απόστολο της Μεγάλης Ιδέας και φιλόπατρι θυσιασθέντα υπέρ της ελευθερίας, αντάξιο των μεγάλων ανδρών της αρχαίας Ελλάδας.[201] Πάνω από 100.000 άνθρωποι συμμετείχαν στο οργανωμένο από μια δημοσιογραφική ένωση μνημόσυνό του στην Αθήνα, προσδίδοντάς του χαρακτήρα διαδήλωσης.[206] Ο θάνατός του Μελά αποτέλεσε επίσης θέμα θεατρικών έργων,[204][207] ποιημάτων Μακεδόνων ποιητών[208] και δημοτικών τραγουδιών από όλες τις περιοχές της Ελλάδας.[209] Σε συνθήκες μυστικότητας ο Καστοριανός φωτογράφος Λεωνίδας Παπάζογλου φωτογράφησε τον Νοέμβριο του 1904 τον στεφανωμένο τάφο του Μελά και οι παραχθείσες εικόνες διοχετεύθηκαν από τον αδερφό του Μελά, Κωνσταντίνο, στον ελληνικό τύπο και κατόπιν αναπαρήχθησαν μαζικά ως καρτ ποστάλ, όπως συνέβη και με διάφορες απεικονίσεις του Μελά.[210][211]

Η φωτογραφία του Μελά της 21ης Αυγούστου με αντάρτικη περιβολή αποτέλεσε την έμπνευση για πορτρέτο που αναπαρήχθη στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Άστυ και ακολούθως σε επιστολικά δελτάρια,[204] αλλά και πρότυπο μίμησης για τις φωτογραφίες κατοπινών Μακεδονομάχων.[212] Την ίδια χρονιά ο Γεώργιος Ιακωβίδης φιλοτέχνησε κατά παραγγελία της Λουίζας Ριανκούρ ένα πορτρέτο του Μελά με βάση τη φωτογραφία του Μελά στη Λάρισα,[123][213] ενώ με την ενδυμασία του Μακεδονομάχου ο Μελάς εικονίστηκε ως εθνομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα και από τον ζωγράφο Θεόφιλο.[214] Κατά τον ιστορικό Βασίλη Γούναρη, η ιστορία και η σημασία της φωτογραφίας αυτής, που μαζί με τον πίνακα του Ιακωβίδη έγιναν το γνωστότερο και μακροβιότερο σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα, «είναι το καλύτερο παράδειγμα της απόστασης που χωρίζει τη συμβολική, σχεδόν μυθική, σημασία του Μακεδονικού Αγώνα από την ιστορία του».[123]

Επιστολικό δελτάριο με φωτογραφία του Μελά σε πλαίσιο ανάμεσα σε διακοσμητικά στοιχεία και την ελληνική σημαία, και σύντομο κείμενο για τον θάνατό του.
Προπαγανδιστικό επιστολικό δελτάριο του 1906, φάσης έντασης της ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης, με τα φημολογούμενα ως τελευταία λόγια του Μελά: «Βούλγαρος να μη μείνη».[215]

Αν και ο Μελάς ήταν ιδανικός για το έργο της προώθησης του ελληνισμού στη Μακεδονία, τα άμεσα αποτελέσματα της δράσης του ως οπλαρχηγού ήταν πενιχρά.[216] Ο θάνατος, όμως, ενός γνώριμου στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους μεγαλοαστού αξιωματικού κατά τον τύπο του παραδοσιακού «παλληκαριού», του «κλέφτη»-ελευθερωτή, ιδιότητα με την οποία ο Μελάς συνειδητά επιδίωξε να ταυτιστεί κατά την έξοδό του στη Μακεδονία το φθινόπωρο του 1904, σε μια περίοδο κατά την οποία ο τακτικός στρατός θεωρούνταν άνευ αξίας, ενώ οι άτακτοι πολεμιστές ο αληθινός «στρατός του έθνους», ανέδειξε τον Μελά ως μέλος του ελληνικού εθνικού πανθέου, συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής, εξώθησε πολλούς εθελοντές να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και κατέστησε αδύνατο για τις ελληνικές κυβερνήσεις να παραβλέψουν την υπόθεση της Μακεδονίας.[217][188] Ήδη πριν την ένταξη της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος, ο Μελάς είχε γίνει εθνικός ήρωας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.[218]

Ο Χατζητάσης (δεξιά) και ο Πύρζας μπροστά στο σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Μελάς (1926).[219]

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν η εν εξελίξει προσπάθεια αφομοίωσης των σλαβόφωνων στο ελληνικό έθνος και η συνέχιση ύπαρξης διαμαχών μεταξύ των πολιτικά ενεργών Μακεδονομάχων οδηγούσε στον αποκλεισμό του Μακεδονικού Αγώνα από τον επίσημο δημόσιο λόγο, η απότιση φόρου τιμής στον Μελά λειτούργησε ως υποκατάστατο της δημόσιας μνημόνευσης του Μακεδονικού Αγώνα.[218][220] Επί μακεδονικού εδάφους, το 1920 τοποθετήθηκε στο κενοτάφιό του Μελά στην Καστοριά, μετά από παραγγελία της Ναταλίας και με συγχρηματοδότηση του εκεί δήμου, μία προτομή του επί ενεπίγραφης στήλης που τον παρουσίαζε ως «πρωτομάρτυρα της μακεδονικής ελευθερίας», κατ' αναλογίαν με «εθνομάρτυρες», όπως ο Ρήγας και ο Γρηγόριος Ε΄.[221] Το όνομα του Μελά δόθηκε το 1927 στη Στάτιστα, το χωριό όπου σκοτώθηκε, που ονομάζεται σήμερα Μελάς,[222] και σε μία εθνικόφρονα και, υπό την επίδραση της θέσης του ΚΚΕ για ανεξάρτητη Μακεδονία, αντικομμουνιστική «Εθνική Οργάνωση» ντόπιων κυρίως Μακεδονομάχων που ιδρύθηκε τον ίδιο χρόνο, γρήγορα εξαπλώθηκε σε πόλεις και κωμοπόλεις της Μακεδονίας και στόχευε στην ικανοποίηση μέσω πελατειακών δικτύων αιτημάτων υλικής αποκατάστασης των μελών της.[223] Το 1931 ένα στρατόπεδο στο δυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης μετονομάστηκε προς τιμήν του σε «στρατόπεδο Παύλου Μελά».[224] Το 1934 ανεγέρθηκε στον πρώτο τάφο του Μελά, στη Στάτιστα, ένα μνημείο, που τον Οκτώβριο του ίδιου έτους καταστράφηκε από αγνώστους (ο βενιζελικός γερουσιαστής Λεωνίδας Ιασωνίδης καταλόγισε την ευθύνη σε «βουλγαρίζοντας βουλγαροφώνους» της περιοχής), αλλά ανεγέρθηκε εκ νέου από την τοπική κοινότητα.[225][226] Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 η στοχευμένη παρουσίαση των κομμουνιστών ως "Βουλγάρων" και η θεώρηση του εμφυλίου πολέμου ως επανάληψης της ελληνοβουλγαρικής διένεξης των αρχών του αιώνα είχε ως αποτέλεσμα την επιστράτευση στην εθνικόφρονα ρητορική της εποχής των συμβολικών μορφών του Δραγούμη και του Μελά, το όνομα του οποίου δόθηκε σε μία σειρά από τοπόσημα και διοργανώσεις.[227]

Το 1907 ο κουνιάδος του Μελά, Ίων Dragoumis, δημοσίευσε με το ψευδώνυμο «Ίδας» το πρώτο αφηγηματικό κείμενο για τον Μελά, το βιβλίο Μαρτύρων και ηρώων αίμα,[228] στο οποίο παρουσίαζε τον Μελά ως το μοναδικό ως τον θάνατό του υποστηρικτή της ελληνικής υπόθεσης στη Μακεδονία και τον προέβαλλε ως «παλληκάρι» άξιο μίμησης και θαυμασμού από τους νέους της εποχής,[229] ενώ η Πηνελόπη Δέλτα, ακροάτρια των αναμνήσεων του Δραγούμη, έκανε τον θάνατο του Μελά κεντρικό συμβάν του μυθιστορήματος Ο Μάγκας.[230] Το 1926 δημοσιεύθηκε ανώνυμα στην Αλεξάνδρεια και το 1963 επώνυμα στην Αθήνα μία βιογραφία του Μελά γραμμένη από τη σύζυγό του, Ναταλία Δραγούμη, συνοδευόμενη από την επιστολογραφία του και εικονογραφημένη από τον Φώτη Κόντογλου.[6][231] Η Ναταλία επενέβη στη γλώσσα του σημειωματαρίου του Μελά και των επιστολών του, ώστε να είναι περισσότερο κατάλληλη για δημοσίευση, και λογόκρινε αναφορές που υπήρχαν σε προσωπικές στιγμές του Μελά με την ίδια, τα παιδιά του ή την Έφη Καλλέργη, καθώς και σε πρακτικές που μπορούσαν να απομυθοποιήσουν τον Μακεδονικό Αγώνα στην κοινή γνώμη, όπως την παροχή χρημάτων σε εμπλεκόμενους στον Αγώνα ή διηγήσεις του Μελά για την ανευθυνότητα πολλών από αυτούς.[232] Ο Μελάς ενέπνευσε επίσης τη μυθοπλασία της μεταπολεμικής πεζογραφίας, από τα διηγήματα του Γεώργιου Μόδη ως και, ενενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το μυθιστόρημα Η κεφαλή του Νίκου Μπακόλα.[233] Την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας γυρίστηκε η ταινία Παύλος Μελάς, ένα ηρωικό πολεμικό μελόδραμα αμφισβητούμενης ιστορικής ακρίβειας, που είχε ως θέμα την προσωπικότητα και τη δράση του Μελά,[234][235][236][237] σε σκηνοθεσία Φίλιππου Φυλακτού με τον Λάκη Κομνηνό στον πρωταγωνιστικό ρόλο.[238] Η ταινία αποτελούσε παραγγελία της στρατιωτικής κυβέρνησης και παραγωγή του Αρχηγείου Στρατού (που συγκάλυψε τον ρόλο του)[239][240][235] και αποσκοπούσε στην προπαγάνδιση της θέσης της συνεχούς και αποκλειστικής ελληνικότητας της Μακεδονίας. Προβλήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα το 1974,[236] υποχρεωτικά στο σύνολο των μαθητών,[235] προκαλώντας την αντίδραση της Βουλγαρίας[240] και αποσπώντας αρνητικές κριτικές στον τύπο της εποχής για την καλλιτεχνική της αξία, αλλά θετικές για το ιδεολογικό της περιεχόμενο.[236]

εναλλ.=Ισόγειο κτίριο μεγάλου πλάτους με εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία

Το σπίτι όπου βρήκε τον θάνατο ο Μελάς μετατράπηκε σε μουσείο το 1963 και έκτοτε κάθε χρόνο τελείται στον Μελά μνημόσυνο, το οποίο παρακολουθεί πολύς κόσμος και αξιωματούχοι.[241][192] Με βασιλικό διάταγμα του 1969 η πρώτη Κυριακή μετά την επέτειο θανάτου του Μελά, 13 Οκτωβρίου, έχει οριστεί ως «Ημέρα του Μακεδονικού Αγώνος», δημόσια εορτή για τη Μακεδονία και τη Θράκη.[242] Την περίοδο του Μακεδονικού, στις αρχές της δεκαετίας του '90, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, σημειώθηκε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Μελά και η ενενηκοστή επέτειος του θανάτου του κηρύχθηκε σχολική αργία.[243] Ο Μελάς συχνά παρουσιάζεται, ως συνδεόμενος με τον αγώνα υπεράσπισης της ελληνικότητας της Μακεδονίας, μαζί με τον Μέγα Αλέξανδρο, όπως τους απεικόνισε και ο Νίκος Εγγονόπουλος στον πίνακα «Οι δύο Μακεδόνες».[244] Πλήθος από ανδριάντες έχουν αναγερθεί σε πλατείες πόλεων, οδοί και πλατείες ανά την Ελλάδα φέρουν το όνομά του,[245] ενώ πολλά προσωπικά του αντικείμενα εκτίθενται τώρα στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης.[246] Στη Θεσσαλονίκη, με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» οι δήμοι Σταυρούπολης, Πολίχνης και Ευκαρπίας ενώθηκαν το 2010 σε έναν δήμο, στα όρια του οποίου ανήκει το στρατόπεδο «Παύλου Μελά» (που έπαψε να λειτουργεί το 2006) και ο οποίος έχει την ονομασία Παύλος Μελάς.[247][248] Γνωρίζοντας ευρεία απήχηση στην ελληνική κοινωνία, τον 21ο αιώνα η ανάδειξη της μορφής του Μελά ως ενσάρκωσης συντηρητικών αξιών και ηρωικού προτύπου εθνικής αυτοθυσίας έγινε σημείο σύγκλισης πτερύγων της δεξιάς.[178] Ως ρήση του Μελά παρουσιάζεται από Έλληνες ακροδεξιούς μία δήλωση ενός βασιλόφρονα Γάλλου στρατηγού της εποχής της Γαλλικής Επανάστασης για ανυποχώρητη μάχη μέχρις εσχάτων,[249] ενώ η Χρυσή Αυγή έχει εντάξει τον Μελά σε ένα πάνθεο αναγνωριζόμενων από το κράτος και την εθνική ιστοριογραφία ηρώων,[250] προς τιμήν των οποίων οργανώνει περιστασιακά εκδηλώσεις μνήμης.[251] Στα συλλαλητήρια εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών ακούστηκαν συνθήματα για τον Μελά,[252] ενώ αναφορές στον Μελά έγιναν και στη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση.[6] Το σπίτι του Μελά στην Κηφισιά εγκαταλείφθηκε, αλλά το 2009 αναγνωρίστηκε ως μνημείο,[253] δωρήθηκε στο Υπουργείο Άμυνας και το 2020 αποκαταστάθηκε.[254]

Παραπομπές[edit]

  1. ^ Note: Greece officially adopted the Gregorian calendar on 16 February 1923 (which became 1 March). All dates prior to that, unless specifically denoted, are Old Style.
  2. ^ Mela 1992, pp. 17, 20.
  3. ^ a b c d Dakin 1966, p. 140.
  4. ^ "Pogdoriani -- Parakalamon". Pandektis: Name Changes of Settlements in Greece. Institute for Neohellenic Research. Retrieved 24 March 2024.
  5. ^ Delis, Apostolos (2007). "Οικογένεια Μελά". Encyclopaedia of the Hellenic World: Black Sea (in Greek). Retrieved 24 March 2024.
  6. ^ a b c d e f g h i Cite error: The named reference Kostopoulos20181014 was invoked but never defined (see the help page).
  7. ^ a b c Karambati & Nikoltsios 2014, p. 19.
  8. ^ Koliopoulos & Veremis 2002, p. 231.
  9. ^ a b Dakin 1966, pp. 140–141.
  10. ^ a b Karambati & Nikoltsios 2014, p. 39.
  11. ^ a b Mela 1992, pp. 52–53.
  12. ^ Mela 1992, pp. 56, 176.
  13. ^ Grigoratou & Melpidou 2015, p. 9.
  14. ^ Karambati 2005, pp. 28–31.
  15. ^ Liontis 2004, p. 10.
  16. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 13.
  17. ^ Gianoulopoulos 2003, pp. 16, 50.
  18. ^ a b c d e Ios 2013b.
  19. ^ Gianoulopoulos 2003, pp. 33–34.
  20. ^ a b c d e f Pikros 1977, pp. 96–97.
  21. ^ Vergopoulos 1977, pp. 36–37.
  22. ^ Pikros 1977, pp. 93–96.
  23. ^ a b Koliopoulos 1987, p. 17.
  24. ^ Gianoulopoulos 2003, p. 50, note 4.
  25. ^ a b Gianoulopoulos 2003, p. 50.
  26. ^ Hellenic Army History Directorate 1993, pp. 31–33.
  27. ^ Pikros 1977, pp. 99–100.
  28. ^ Hellenic Army History Directorate 1993, pp. 33–35.
  29. ^ Mela 1992, pp. 63–64.
  30. ^ Maroniti 2003, pp. 26–27.
  31. ^ Hellenic Army History Directorate 1993, pp. 22–38.
  32. ^ Mela 1992, pp. 66–69.
  33. ^ a b c d e Kostopoulos 2018b.
  34. ^ a b Karambati & Nikoltsios 2014, p. 53.
  35. ^ Pikros 1977, p. 127.
  36. ^ Mela 1992, pp. 104–105.
  37. ^ a b Karambati & Nikoltsios 2014, p. 55.
  38. ^ Mela 1992, pp. 121–123.
  39. ^ Mela 1992, p. 127.
  40. ^ Mela 1992, pp. 128–129.
  41. ^ "ΜΙΧΑΗΛ ΜΕΛΑΣ. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ". Empros. 18 June 1897. p. 2. Retrieved 29 March 2024.
  42. ^ Karambati 2005, p. 26.
  43. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 57.
  44. ^ Dakin 1966, pp. 141–142.
  45. ^ Koliopoulos & Veremis 2010, pp. 47, 49.
  46. ^ Gounaris 2008, p. 185.
  47. ^ Koliopoulos & Veremis 2010, pp. 47–50.
  48. ^ a b Koliopoulos & Veremis 2002, p. 280.
  49. ^ a b Koliopoulos & Veremis 2010, p. 49.
  50. ^ Koliopoulos 2003, p. 16.
  51. ^ Gounaris 1995, pp. 410–411.
  52. ^ Koliopoulos & Veremis 2002, p. 337.
  53. ^ Koliopoulos & Veremis 2010, p. 79.
  54. ^ Livanios 2008, pp. 17–19.
  55. ^ Livanios 2008, pp. 17–9.
  56. ^ Kostopoulos 2016, pp. 143–146.
  57. ^ Karambati 2005, pp. 28, 34.
  58. ^ Gounaris 1997, p. 103.
  59. ^ Gounaris 1997, pp. 101–103.
  60. ^ Gounaris 1997, pp. 103–104, 108.
  61. ^ Dakin 1966, p. 142.
  62. ^ Dakin 1966, pp. 142–143.
  63. ^ a b c Gounaris 2007, p. 192.
  64. ^ a b Kaliakatsos 2013, p. 54.
  65. ^ Dakin 1966, pp. 119–121.
  66. ^ a b Dakin 1985, p. 52.
  67. ^ a b Dakin 1966, p. 143.
  68. ^ Dakin 1966, pp. 143–145.
  69. ^ Lithoxoou 2006, pp. 49, 54.
  70. ^ Koliopoulos & Veremis 2002, p. 281.
  71. ^ Gounaris 2007, p. 191.
  72. ^ a b Kaliakatsos 2013, pp. 54, 71–72, 74–75 note 15.
  73. ^ Dakin 1966, p. 114-6, 148-9.
  74. ^ Akhund 2014, p. 590.
  75. ^ Dakin 1966, p. 149, Akhund 2014, p. 597-8.
  76. ^ Dakin 1966, p. 149, Akhund 2014, p. 598-900.
  77. ^ Dakin 1966, p. 149, Akhund 2014, p. 599.
  78. ^ Dakin 1966, p. 174, 163-4, 167, 168, Akhund 2014, p. 599.
  79. ^ Dakin 1966, p. 168, Akhund 2014, p. 598.
  80. ^ Dakin 1966, p. 175-6, Mela 1992, p. 189, Nestor 1962, p. 178: "many leaders who fought and fell in the field defending the Greek cause, though they did not speak but Bulgarian. Such leaders were: Capetan Kottas from Roulia, Vangelis from Strebeno, Kyrou from Zelovo [...]".
  81. ^ Karambati 2005, p. 23.
  82. ^ a b Dakin 1966, p. 175-6.
  83. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 65.
  84. ^ Karambati 2005, p. 36.
  85. ^ Karambati 2005, pp. 35–6.
  86. ^ Karambati 2005, p. 31, 39.
  87. ^ Dakin 1966, p. 175-6, Mela 1992, p. 189.
  88. ^ Mela 1992, p. 190-191.
  89. ^ Karambati 2005, p. 34.
  90. ^ Dakin 1966, p. 176-7.
  91. ^ Koliopoulos 1999a, pp. 156–7.
  92. ^ Kostopoulos 2018a.
  93. ^ Για το Ζέλοβο/Ανταρτικό, βλ. Πανδέκτης: Zelovo -- Antartikon. Retrieved 2019-11-09..
  94. ^ Dakin 1966, p. 177-9.
  95. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 67.
  96. ^ Gounaris 1997, p. 108, Mela 1992, p. 260.
  97. ^ Dakin 1966, p. 177.
  98. ^ Karambati et al. 2009, p. 100, σημ. 80.
  99. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 69-71.
  100. ^ Το κείμενο της έκθεσης των τριών αξιωματικών (Βογατσικό, 16/4/1904) αναπαράγεται ολόκληρο στο Dragoumis 2000, p. 636-647.
  101. ^ a b Dakin 1966, p. 179.
  102. ^ a b Karambati & Nikoltsios 2014, p. 71.
  103. ^ Vassiliadou 2019, pp. 18–19.
  104. ^ a b Dakin 1966, p. 179-80.
  105. ^ Karambati 2005, p. 36, 38-39.
  106. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 75.
  107. ^ Dakin 1966, p. 180-1.
  108. ^ Dakin 1966, p. 179, 181.
  109. ^ Gounaris 2007, p. 192-3.
  110. ^ Dakin 1966, p. 180.
  111. ^ Dakin 1966, p. 143.
  112. ^ Dakin 1966, p. 182-3.
  113. ^ Andreou 2002, p. 157-8, 166, 169.
  114. ^ Gounaris 2007, p. 193.
  115. ^ a b Kaoudis 1992, p. 19-21, σημ. 35.
  116. ^ a b c d e Dakin 1966, p. 184.
  117. ^ Kaoudis 1992, p. 46, σημ. 154.
  118. ^ Kaoudis 1992, p. 21, 17.
  119. ^ Karambati 2005, pp. 39–42.
  120. ^ Gounaris 1997, p. 104, 108.
  121. ^ Karambati et al. 2009, p. 240-1, σημ. 125.
  122. ^ a b "Συλλογή φωτογραφιών - ID: 57082". Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Archived from the original on 2020-02-05. Retrieved 2017-04-03.
  123. ^ a b c d e Gounaris 2002, p. 8.
  124. ^ Traykova 2003, p. 105.
  125. ^ Dakin 1966, p. 184.
  126. ^ Dakin 1966, p. 184, Mela 1992, p. 316, 330-333, Lithoxoou 2006, p. 85-6, Karambati 2004, p. 12.
  127. ^ Για τη μετονομασία του Οστροβού, βλ. "Πανδέκτης: Ostrovos -- Agnantia". Retrieved 2020-03-19.
  128. ^ Karambati 2005, pp. 36–37.
  129. ^ Koliopoulos & Veremis 2002, p. 213.
  130. ^ Gounaris 1997, p. 107.
  131. ^ Lithoxoou 2006, p. 87.
  132. ^ Dakin 1966, p. 185, Mela 1992, p. 348.
  133. ^ Καραβίτης 2008, p. 65.
  134. ^ Lithoxoou 2006, p. 91, 92.
  135. ^ Dakin 1966, p. 185.
  136. ^ Gounaris 1997, p. 108.
  137. ^ Dakin 1966, p. 185, 128, Μόδης 2007, p. 177.
  138. ^ Koliopoulos 1999b, pp. 19–20.
  139. ^ Koliopoulos 1997, p. 44.
  140. ^ Livanios 1999, p. 216, Karambati 2000, p. 26.
  141. ^ Mela 1992, pp. 385–386, Dakin 1966, p. 187, Traykova 2003, p. 107.
  142. ^ a b Livanios 1999, p. 206-8.
  143. ^ Traykova 2003, p. 108.
  144. ^ Dakin 1966, p. 186, Traykova 2003, p. 108-9.
  145. ^ Karambati 2005, pp. 42–3.
  146. ^ Mela 1992, p. 388.
  147. ^ Dakin 1966, p. 188.
  148. ^ Traykova 2003, p. 109.
  149. ^ Lithoxoou 2006, p. 97-98.
  150. ^ Gounaris 2005, p. 36-7.
  151. ^ Traykova 2003, p. 109-110.
  152. ^ Lithoxoou 2006, p. 98.
  153. ^ Traykova 2003, p. 109 Mela 1992, p. 390.
  154. ^ Traykova 2003, p. 110.
  155. ^ Dakin 1966, p. 188.
  156. ^ Καραβίτης, τ. Α’, σ. 86-91
  157. ^ a b Για τη μετονομασία της Μπελκαμένης, βλ. Πανδέκτης: Belkameni -- Drosopigi. Retrieved 2019-11-09..
  158. ^ Traykova 2003, p. 110.
  159. ^ Dakin 1966, p. 188.
  160. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 83.
  161. ^ Traykova 2003, p. 110.
  162. ^ Dakin 1966, p. 188-9.
  163. ^ Mela 1992, p. 258.
  164. ^ Kleidis 1984, p. 127.
  165. ^ Για την έκθεση του Μελά, βλ. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού 1979, p. 331-338.
  166. ^ Traykova 2003, p. 121-2.
  167. ^ Dakin 1966, p. 189,
  168. ^ Traykova 2003, p. 111.
  169. ^ Dakin 1966, p. 189.
  170. ^ Traykova 2003, p. 119-21.
  171. ^ Dakin 1966, p. 189-90.
  172. ^ Kaoudis 1992, p. 13, 17, 62, σημ. 188.
  173. ^ Kaoudis 1992, p. 46, σημ. 154, 91, σημ. 182.
  174. ^ Kaoudis 1992, p. 12, 60-61, σημ. 182, 65, σημ. 197, 68, σημ. 208.
  175. ^ Traykova 2003, p. 118-9.
  176. ^ Dakin 1966, p. 189.
  177. ^ a b c d e f g h i Dakin 1966, p. 190.
  178. ^ a b c Ο ΙΟΣ 2013a.
  179. ^ Traykova 2003, p. 118.
  180. ^ Gounaris 2005, p. 38.
  181. ^ a b c d e f g h i Gounaris 2004, p. 14.
  182. ^ a b c d e Ios 2004b.
  183. ^ Brancoff 1905, pp. 182–3: "67. Statichta: 960 Bulgares Exarchistes."
  184. ^ Kaoudis 1992, p. 11, 21, σημ. 35, 71, 73, σημ. 224.
  185. ^ Lithoxoou 2006, p. 105.
  186. ^ "Ce qui dit Hilmi pacha. Interview du "vice-roi" de Macédoine". Le Matin. 27-11-1904. pp. 1–2. Retrieved 16-05-2022. {{cite news}}: Check date values in: |accessdate= and |date= (help)
  187. ^ a b Gounaris 2004, pp. 14–16.
  188. ^ a b c d e f g h i Ios 2004a.
  189. ^ Gounaris 2004, p. 15.
  190. ^ Mela 1992, pp. 413–4.
  191. ^ Gounaris 2004, p. 15-18.
  192. ^ a b c d e f g Gounaris 2004, p. 16.
  193. ^ a b Καραβαγγέλης 1993, p. 64-66.
  194. ^ a b Mela 1992, p. 425.
  195. ^ Mela 1992, p. 418-9.
  196. ^ a b c Gounaris 2004, p. 17.
  197. ^ Karakasidou 2004, pp. 214–5.
  198. ^ Mela 1992, p. 427.
  199. ^ Karambati et al. 2009, p. 290-300.
  200. ^ Karambati et al. 2009, p. 287-288.
  201. ^ a b Karakasidou 2004, p. 197.
  202. ^ Gounaris 2007, p. 193, Dakin 1966, p. 192-3.
  203. ^ Theodosopoulou 2004, p. 26-7.
  204. ^ a b c Gounaris 2002, p. 13.
  205. ^ "Κωστής Παλαμάς: Παύλος Μελάς". Retrieved 2018-12-08. {{cite web}}: Cite has empty unknown parameter: |1= (help)
  206. ^ Koulouri 2022, p. 161.
  207. ^ Theodosopoulou 2004, p. 28-29.
  208. ^ Christianopoulos 2004, pp. 31–54.
  209. ^ Christianopoulos 2004, pp. 57.
  210. ^ Stathatos 2016, p. 34.
  211. ^ Gounaris 2004, p. 19.
  212. ^ Koliopoulos 2004, p. 20.
  213. ^ Koliopoulos 2004, p. 22.
  214. ^ Karakasidou 2004, p. 204.
  215. ^ Μιχαηλίδης 2011, p. 40, Gounaris 2007, p. 225.
  216. ^ Gounaris 2005, p. 37, σημ. 21.
  217. ^ Koliopoulos & Veremis 2010, p. 64, Koliopoulos & Veremis 2002, p. 212-3, Koliopoulos 2004, p. 20, 22.
  218. ^ a b Kostopoulos 2011.
  219. ^ Gounaris 2004, p. 16, Mela 1992, p. 483.
  220. ^ Kostopoulos 2006, p. 406-7.
  221. ^ Koulouri 2022, pp. 162–163.
  222. ^ "Πανδέκτης: Statista -- Melas". Retrieved 2018-12-08.
  223. ^ Gounaris 1990, pp. 327–9, 334–5, Tsironis 2014, p. 120-1, 122, σημ. 31, 151-2.
  224. ^ Psyllaki 2013, pp. 7, 9.
  225. ^ Kostopoulos 2006, p. 409.
  226. ^ Ios 2000.
  227. ^ Gounaris 2004, p. 177-178.
  228. ^ Theodosopoulou 2004, p. 28.
  229. ^ Karakasidou 1997, p. 91.
  230. ^ Theodosopoulou 2004, p. 28.
  231. ^ Karambati & Nikoltsios 2014, p. 9-10.
  232. ^ Karambati 2005, pp. 19–23.
  233. ^ Theodosopoulou 2004, pp. 28–29.
  234. ^ Theodoridis 2006, p. 202.
  235. ^ a b c Karakasidou 2004, p. 207.
  236. ^ a b c Kostopoulos 2019.
  237. ^ Karalis 2012, p. 175.
  238. ^ "Pavlos Melas (1973)". IMDb. Retrieved 2018-12-05.
  239. ^ Κωστ.(όπουλος) 2013.
  240. ^ a b Valden 2009, p. 505.
  241. ^ Karakasidou 2004, p. 208.
  242. ^ ΦΕΚ A 46 - 11.3.1969. 1969-03-11. p. 460. Retrieved 2022-05-18.
  243. ^ Karakasidou 2004, p. 204, 207.
  244. ^ Danforth 2003, pp. 361–362.
  245. ^ Tziampiris 2000, p. 55, σημ. 28.
  246. ^ "Η συλλογή του μουσείου". Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Archived from the original on 2020-06-08. Retrieved 2020-03-20.
  247. ^ "Στους 14 κλειδώνουν οι δήμοι της Θεσσαλονίκης". VORIA.gr. 17-05-2010. Retrieved 19-05-2022. {{cite news}}: Check date values in: |accessdate= and |date= (help)
  248. ^ "Ιστορικοί τόποι - Δήμος Παύλου Μελά - Σταυρούπολη Πολίχνη Ευκαρπία". Retrieved 2022-05-19.
  249. ^ Psarras 2018, p. 142.
  250. ^ Vasilopoulou & Halikiopoulou 2015, p. 75.
  251. ^ Ellinas 2020, p. 84.
  252. ^ "Η Αθήνα στον παλμό του συλλαλητηρίου". Η Καθημερινή. 04-02-2018. Retrieved 09-01-2022. {{cite news}}: Check date values in: |accessdate= and |date= (help)
  253. ^ Συκκά, Γιώτα (13-11-2009). "Σχέδιο σωτηρίας της οικίας Παύλου Mela". Η Καθημερινή. Retrieved 15-11-2020. {{cite news}}: Check date values in: |accessdate= and |date= (help)
  254. ^ "Αποκαθίσταται η οικία του Παύλου Μελά - Θα παραδοθεί στη Σχολή Ευελπίδων". 31-05-2020. Retrieved 19-05-2022. {{cite news}}: Check date values in: |accessdate= and |date= (help)

Sources[edit]

Επιπλέον βιβλιογραφία[edit]

  • Μίτση Πικραμένου, Παύλος Μελάς, ωραίος ως Έλλην. Μυθιστορηματική βιογραφία, εκδ. Τετράγωνο, 20